- εμετιώ
- ἐμετιῶ (-άω) (Α)έχω τάση για εμετό, μού έρχεται αναγούλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευστιώ — πνευστιῶ, άω, ΝΜΑ αναπνέω με δυσκολία, κοντανασαίνω, λαχανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνευστός + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. εμετιώ)] … Dictionary of Greek